ἀγοραῖος

ἀγοραῖος
ἀγοραῖος, ον (Aeschyl., Hdt.+; ins, pap) ‘pertaining to a market’, in our lit. used only as subst.
οἱ ἀ. market people, specif. the crowd in the market place, and so rabble (Gramm. Ammonius ἀγοραῖος σημαίνει τ. πονηρόν, τὸν ἐν ἀγορᾷ τεθραμμένον, cp. Aristoph., Ran. 1015; Pla., Prot. 347c; Theophr., Char. 6, 2; Dio Chrys. 49 [66], 25; Plut., Aemil. Paul. 38, 4 ἀνθρώπους ἀγεννεῖς καὶ δεδουλευκότας, ἀγοραίους δὲ καὶ δυναμένους ὄχλον συναγαγεῖν al.) Ac 17:5.
αἱ ἀγοραῖοι (sc. ἡμέραι or σύνοδοι) court days/sessions ἀ. ἄγονται the courts are in session Ac 19:38 (Jos., Ant. 14, 245 ἄγειν τὴν ἀγοραῖον; EphemEpigr VII 436, no. 44, 10 [II A.D.] ἡ ἀγοραῖος ἤχθη; Strabo 13, 4, 12 τὰς ἀ. ποιεῖσθαι=Lat. conventus forenses agere; B-D-F §5, 3b).—DELG s.v. ἀγορά 12. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀγοραῖος — in masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγοραίος — αία, αίο (Α ἀγοραῑος, αῑον και ος, α, ον) [ἀγορά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγορά 2. κοινός, πρόστυχος, χυδαίος νεοελλ. (για αυτοκίνητα) το ουδ. ως ουσ. το αγοραίο αυτό που μισθώνεται για τη μεταφορά ανθρώπων ή εμπορευμάτων με… …   Dictionary of Greek

  • αγοραίος — α, ο 1. αυτός που έχει σχέση με την αγορά: Αυτή είναι η αγοραία του τιμή. 2. χυδαίος, τιποτένιος: Μεταχειρίζεται εκφράσεις αγοραίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αγοραίος Κολωνός — Ονομασία του λόφου της αρχαίας Αγοράς που βρισκόταν κοντά στο Ευρυσάκειο και τον ναό του Ηφαίστου (το σημερινό Θησείο). Ο λόφος αυτός (υψόμ. 68,6 μ.), εξαιτίας της κεντρικής του θέσης (αποτελεί προεξοχή του λόφου της Πνύκας), ήταν τόπος όπου… …   Dictionary of Greek

  • ἀγοραιότερον — ἀγοραῖος in adverbial comp ἀγοραῖος in masc acc comp sg ἀγοραῖος in neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγοραιοτέρων — ἀγοραῖος in fem gen comp pl ἀγοραῖος in masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγοραῖον — ἀγοραῖος in masc/fem acc sg ἀγοραῖος in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγοραίως — ἀγοραῖος in adverbial ἀγοραῖος in masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγοραῖα — ἀγοραῖος in neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγοραῖε — ἀγοραῖος in masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγοραῖοι — ἀγοραῖος in masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”